κατέγραφε

κατέγραφε
καταγράφω
scratch
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιγραφεύς — ἐπιγραφεύς, ο (Α) [επιγράφω] 1. άρχοντας στην Αθήνα που κατέγραφε τα ονόματα καί τις περιουσίες τών πολιτών για τον καθορισμό τής φορολογίας 2. αυτός που καθόριζε τον φόρο τών υποτελών πόλεων 3. εκείνος που κατέγραφε τις ποινές στο δικαστήριο 4.… …   Dictionary of Greek

  • JO — filia Inachi fluvii, a Iove adamata, Epaphi ex illo mater, quam ob interventum Iunonis, ne agnosceretur, Iuppiter in iuvencam transformavit: Iuno tamen suspicata id quod res erat, vaccam eam a Iove sibi dono dari postulavit: quam cum accepisset,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νομεγκλάτωρ — νομεγκλάτωρ, ορος, ὁ (Μ) άτομο, συνήθ. δούλος, που κατέγραφε ονόματα προσώπων, ονοματολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nomenclator < λατ. nomen «όνομα» + cla tor (< calo, are «καλώ»)] …   Dictionary of Greek

  • υπομνηματογράφος — ο / ὑπομνηματογράφος, ΝΜΑ νεοελλ. υπομνηματιστής, σχολιαστής νεοελλ. μσν. 1. (στο Βυζ.) αξιωματούχος σε διάφορες υπηρεσίες τής Κωνσταντινούπολης και τών επαρχιών, που είχε ως καθήκον να εκτελεί τη γραφική εργασία τών υπηρεσιών αυτών αλλά και την… …   Dictionary of Greek

  • Γιάσναγια Πολιάνα — Τοποθεσία της Ρωσίας, 11 χλμ. νότια της πόλης Τούλα, όπου βρίσκεται και το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε και έζησε ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας Λέον Τολστόι. Στη Γ.Π. ο Τολστόι έγραψε, ανάμεσα στα άλλα, και τα μυθιστορήματα Πόλεμος και ειρήνη και Άννα… …   Dictionary of Greek

  • Διόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Μαθηματικός (τέλη 5ου αι. – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σώζονται τα έργα του Έκθεσις Διοδώρου περί σταθμών, το οποίο πραγματεύεται τρόπους μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας, και Περί σταθμών, στο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Θόροου, Χένρι Ντέιβιντ — (Henry DavidThoreau, Κόνκορντ, Μασαχουσέτη 1817 – 1862). Αμερικανός συγγραφέας. Απόφοιτος του Χάρβαρντ, υπήρξε θαυμαστής και μαθητής του Έμερσον και ένας από τους επιφανέστερους οπαδούς του υπερβατικού ιδεαλισμού. Ύστερα από ένα διάστημα… …   Dictionary of Greek

  • Ισίγονος — (1ος αι. π.Χ.). Κύπριος συγγραφέας. Ο Ι. κατέγραφε παραδοξολογίες και σώζονται μερικά αποσπάσματα από ένα έργο του με τίτλο Άπιστα (Απίστευτα). Σε αυτό γίνεται λόγος για μια κρήνη κοντά στη Θήβα, το νερό της οποίας έκανε τα άλογα που το έπιναν να …   Dictionary of Greek

  • Μακρυγιάννης — I (Γιάννης Τριαντάφυλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, Αβορίτη Δωρίδας, Φωκίδα 1797 – Αθήνα 1864). Αγωνιστής του 1821, στρατηγός και πολιτικός. Ο συγγραφέας των απαράμιλλων για το ύφος τους Απομνημονευμάτων έλαβε το παρωνύμιο Μ., χάρη στο ψηλόλιγνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”